Τα «Ηχολόγια» του Βασίλη Μπαρούτη
- Κατηγορία Στιγμες
Τη συλλογή διηγημάτων του με τον γενικό τίτλο «Ηχολόγια», παρουσιάζει ο Βασίλης Μπαρούτης, το Σάββατο 3 Δεκεμβρίου στις 7 το βράδυ στο café - bar «Οδός Ονείρων».
Την εκδήλωση θα προλογίσει η βουλευτής Ζωή Λιβανίου. Για το βιβλίο θα μιλήσει ο Χαλκιδέος συγγραφέας Σταμάτης Γκαβέτας. Αποσπάσματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί του Θεάτρου Χαλκίδας, Κώστας Καλόγηρος και Μαίρη Χουλιέρη.
[ Ο Βασίλης Μπαρούτης (στη φωτογραφία) γεννήθηκε στο Μαρούσι Αττικής και μεγάλωσε στη Χαλκίδα.
Φοίτησε στο Τ.Ε.Ι. Καβάλας, στη Σχολή Διοίκησης Παραγωγικών Μονάδων. Από το 2007 ζει μόνιμα στην Αθήνα και εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος. Αγαπάει τη μουσική, τα ταξίδια, τη μαγειρική, τις κακές συνήθειες και την καλή παρέα.
Τα πρώτα του γραπτά ήταν στίχοι. Έχει κάνει μαθήματα δημιουργικής γραφής και με την παρέα των Luden labs συμμετείχε στην οργάνωση βραδιών ανάγνωσης στην Αθήνα.
Το διήγημα του "Τι νέα από την Κατερίνα;" τυπώθηκε το 2014 σε μορφή fanzine, ενώ μικρότερα διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό Θράκα. Οι ήρωες της καθημερινότητας και η οικογένεια του αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης για τα γραπτά του.
H συλλογή διηγημάτων "Ηχολόγια" είναι το πρώτο του βιβλίο. Ηχολόγια είναι όλα όσα φτάνουν στ' αυτιά μας με όχημα τη νόηση, την καρδιά κι όχι το στόμα. Είναι οι μέσα μας φωνές που κυοφορούν τον λόγο. Αν θα ειπωθούν, αν θα γραφτούν, τελικά, κανείς δεν το γνωρίζει ακόμα. Μένει να το μάθουμε στη συνάντησή μας με ένα φίλο ή ένα φύλλο χαρτί που περιμένει τη γραφή να έρθει και να δώσει μορφή στο άκουσμά τους.
Έντεκα μικρές ιστορίες και μία λίγο μεγαλύτερη, ασύνδετες μεταξύ τους, μακρινά ξαδέλφια που βρέθηκαν όλα μαζί σε αυτό το βιβλίο.]
[ Συνέντευξη του συγγραφέα στο thatslife.gr
Τι σημαίνει ο τίτλος Ηχολόγια; Και γιατί τον επιλέξατε;
Έχω «δανειστεί» τον τίτλο από το διήγημα που έγραψα στην εισαγωγή του βιβλίου. Έχει διπλή σημασία σαν έννοια γιατί προσδίδει ένα όνομα στην εσωτερική φωνή του συγγραφέα που τον προτρέπει να πλάσει μία ιστορία και επίσης είναι ο τρόπος που ηχούν τα λόγια αυτά στο μυαλό του πριν καν ειπωθούν ή γραφούν. Είναι οι φωνές που υπάρχουν μέσα μας, που κυοφορούν το λόγο όμως ακόμα δεν έχουν βρει το δρόμο τους μέσα από τις φωνητικές χορδές και γίνουν άκουσμα ανθρώπινο.
Επίσης πάνω από κάθε διήγημα υπάρχει κάποιος στίχος από ένα αγαπημένο τραγούδι μου, βάζοντας έτσι τον αναγνώστη στο κλίμα προτού ξεκινήσει να διαβάζει.
Κάπως έτσι συνοψίζεται η ανάγκη και η πρόκληση της γραφή και μπαίνει σαν τίτλος στο βιβλίου ώστε να περικλείει όλα τα παραπάνω.
Το βιβλίο αφηγείται κάποιες σύντομες ιστορίες φαινομενικά ασύνδετες. Υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ τους;
Το βιβλίο αποτελείται από διηγήματα που έχουν γραφεί σε μία διάρκεια τεσσάρων ετών. Πολλά μέσα σε αυτή την περίοδο άλλαξαν και πολλά έμειναν ίδια. Οι ιστορίες όμως έχουν έντονο συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ τους και αφήνουν μία γλυκόπικρη επίγευση. Τις διέπει μία βαθιά προσμονή ή ανάμνηση για την ανεμελιά της νιότης που κάποιες φορές διακόπτεται βίαια ενώ κάποιες άλλες αναμιγνύεται με την αγάπη και το πάθος για ζωή.
Ο σκοπός μου είναι να πυροδοτήσω αυτά τα συναισθήματα στον αναγνώστη και διαβάζοντας το βιβλίο, να χαμογελάσει, να μελαγχολήσει, να προβληματιστεί ή στην ιδανική των περιπτώσεων να ταυτιστεί με κάποιον από τους χαρακτήρες των διηγημάτων.
Τi κοινό έχουν οι ήρωες των ιστοριών στο βιβλίο σας;
Κάποιοι από τους ήρωες των ιστοριών θα μπορούσαν να είναι το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικές χρονικές περιόδους υπό το πρίσμα των περιστάσεων και των συγκυριών που συμβαίνουν συχνά μέσα κι έξω μας όμως δεν τις παίρνουμε χαμπάρι.
Υπάρχει έντονη η ανάγκη του ανθρώπου να βρει έναν προσανατολισμό. Κάποιοι ήρωες των ιστοριών τον ψάχνουν στον έρωτα, άλλοι αναζητούν μία πατρίδα, άλλοι έναν φίλο που χάθηκε και άλλοι απλά το δρόμο να γυρίσουν σπίτι τους γιατί κάπου στη διαδρομή μέθυσαν και δεν μπορούν να τον βρουν.
Πως νιώθετε που μετά από καιρό το πρώτο σας βιβλίο εκδόθηκε;
Νιώθω ότι εκτός από ένα ξεκίνημα που έπρεπε να γίνει, πλέον έχω ένα σημείο αναφοράς σαν συγγραφέας. Αγαπώ πολύ τη μικρή φόρμα, το διήγημα το οποίο είναι ένα συμπυκνωμένο κείμενο. Είναι ένα είδος γραφής ιδιαίτερης αξίας και δύναμης που ενώ έχει μεγάλη ιστορία στα ελληνικά γράμματα, δεν είναι και τόσο διαδεδομένο στις μέρες μας. Νιώθω τυχερός που συνάντησα την Σύσση την Καπλάνη από τις εκδόσεις Φίλντισι που με παρότρυνε σε αυτό το εγχείρημα και σε όλη τη διάρκεια της ετοιμασίας και της προώθησης του βιβλίου μου, είναι συνειδητά δίπλα μου, συνοδοιπόρος στο δύσκολο κομμάτι της έκδοσης.
Το αποτέλεσμα πάντως μέσα από αυτή την πορεία ξεπέρασε κατά πολύ τις προσδοκίες μου.
Τι αποτέλεσε την βασική πηγή έμπνευσης για τις ιστορίες του νέου σας βιβλίου;
Έχω ανασύρει μνήμες από τα εφηβικά και νεανικά μου χρόνια. Προσωπικά βιώματα που έχουν νοτίσει τις ιστορίες χωρίς να τις βαρύνουν με το στίγμα της αυτοβιογραφίας. Κάτι τέτοιο άλλωστε δεν είναι και το ιδανικό ξεκίνημα για ένα νέο συγγραφέα. Η πλοκή των ιστοριών ξεκινάει από τη στιγμή της σύλληψης μιας ιδέας και μετά πατάει πάνω στα ίχνη που έχουν αφήσει παλιές αναμνήσεις και συναισθήματα που αναστήθηκαν για να οδηγήσουν την πένα μου (ή μάλλον καλύτερα τα δάχτυλά μου στο πληκτρολόγιο του laptop), σε μία κάποια λογοτεχνική αφήγηση. Υπάρχουν επίσης σκηνές τόσο από την καθημερινότητα στην πόλη αλλά πολύ περισσότερο από τη ζωή στην επαρχία όπου με εμπνέουν να περιγράψω τα μέρη όπου περιπλέκονται οι ιστορίες.
Το μεγάλο όμως γεγονός που με βοήθησε να βγω από το καβούκι μου και να αφήσω ελεύθερη τη φαντασία μου ήταν η γέννηση του γιου μου που πυροδότησε αυτή την κρυμμένη ενέργεια να διοχετευτεί στο γραπτό λόγο και τελικά να δημιουργηθεί αυτή η πρώτη μου συλλογή διηγημάτων. ]
[ «Ο άσπρος πετεινός»
διήγημα του Βασίλη Μπαρούτη
Μικρός που ήμουν ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω πετεινός. Όχι γιατρός, ούτε αστυνόμος. Πετεινός. Από την αρχή που συνειδητοποίησα την ύπαρξή μου κατάλαβα ότι δεν ταίριαζα απόλυτα με τους γύρω μου. Κάτι η μανία μου να τρώω καλαμπόκι, κάτι η δασκάλα στο σχολείο που έλεγε ότι γράφω ορνιθοσκαλίσματα, κάτι ο παππούς με τις ιστορίες από τότε που ταξίδευε στα μεγάλα λιμάνια του κόσμου, και είχε δει ανθρώπους να μεταμορφώνονται σε άγρια θηρία ή σε οδικά πτηνά ή ακόμα και σε φίδια. Είχα πειστεί και είχα αρχίσει να παρατηρώ τα διάφορα πλάσματα πέραν των όμοιών μου προσπαθώντας να καταλάβω ποιό από αυτά θα γίνω αργότερα όταν μεγαλώσω. Η πρώτη ιδέα ήρθε με κάτι μεγάλα μυρμήγκια, τούρκους τα λέγαμε και τα έβλεπα κάθε καλοκαίρι να σουλατσάρουν στην αυλή, όμως άλλαξα γρήγορα γνώμη γιατί τα μυρμήγκια αυτά, όπως παρατήρησα, δεν έχουν μάτια παρά μόνο κεραίες πάνω στο κεφάλι τους κι εγώ σίγουρα καταλάβαινα πως έχω μάτια, μύτη, αυτιά και περπατάω και στα δύο πόδια. Όχι στα έξι όπως τα μυρμήγκια. Τώρα να μου πεις κι ο γιατρός κι ο αστυνόμος στα δύο πόδια περπατούν και έχουν και μάτια και μύτη. Εντάξει, αλλά στο χωριό που ζούσα τότε δεν υπήρχαν και πολλοί γιατροί, έναν είχαμε κι αυτόν συνήθως μεθυσμένο. Ούτε και πολλούς αστυνόμους έβλεπες στο δρόμο για να τους κοιτάξεις καλύτερα να δεις αν σου μοιάζουν. Πετεινούς όμως είχαμε μπόλικους. Στο δικό μας το νοικοκυριό μόνο, δύο. Ο ένας καφεκόκκινος με ψηλό λοφίο, περήφανος σαν ινδιάνος πολεμιστής με άλικα φτερά στο κεφάλι και όπλα αρχαία όμως αποτελεσματικά που δεν δίσταζε να σηκώσει ενάντια σε όποιον θα τόλμαγε να μπει απρόσκλητος στο κοτέτσι του. Ο άλλος άσπρος σαν αφρός από κύμα, με μαύρες πιτσιλιές στην ουρά, νευρικό περπάτημα και γαμψά νύχια, αλαζόνας φωνακλάς νάρκισσος, έκοβε βόλτες αδιάκοπα ανάμεσα στις υποψιασμένες κοτούλες για να διαλέξει με ποια θα φέρει ηδονής κακαρίσματα και καινούρια κλωσσόπουλα στην ομάδα.
Πάντα είχα ενδοιασμούς ποιος θα ήταν ο αγαπημένος μου μέχρι τη στιγμή που το ξεκαθάρισα μια και καλή αναγκαστικά. Θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Ήταν ένα ιδιαίτερα χαρούμενο γεγονός που επισκίασε το παιδικό μου όνειρο, κάτι για καινούριο απόγονο λέγαν οι γονείς μου, ένα νέο κλωσσόπουλο που εκκολαπτόταν στα σπλάχνα της μητέρας και οικογενειακώς αποφασίστηκε από τον παππού να το γιορτάσουμε. Εκεί λοιπόν που σερβιρόταν το φαγητό και τα χέρια υψώνανε ποτήρια χαρίζοντας ευχές ενώ τα στόματα λαλούσαν επευφημίες για τον έναν και τον άλλο, είπε ο παππούς στον πατέρα: «με το καλό γιε μου, άξιος άξιος, κοκοκο», η μητέρα στη γιαγιά: «μαμά τι θεσπέσιο φαγητό, δεν έχω ξαναφάει τόσο νόστιμο» και εγώ που ρώτησα « τι τρώμε;», πήρα την απάντηση «Κόκορα κρασάτο», που μου έκατσε στο λαιμό σαν να κατάπια φραγκόσυκο.
Είχαμε στρωθεί στο τραπέζι για να φάμε έναν από τους δύο κόκορες της αυλής μας και εγώ δεν έβαλα μπουκιά προσπαθώντας να καταλάβω από το σχήμα ή το χρώμα ή από προαίσθηση, αν ο εκλιπών ήταν ο Ινδιάνος ή ο Δον Ζουάν. Μάταια. Ο χρόνος γύρω μου είχε παγώσει, η ώρα περνούσε και σύντομα θα με ρωτούσαν. «Γιατί δεν τρως αγοράκι μου;». «Άρρωστος είσαι;» «Όχι γιαγιά». «Φάε θα κρυώσει». «Δεν θέλω μαμά». «Τι θα πει δεν θέλω; Τρώγε». «Γιατί δεν τρως;»
Τότε είναι που ξεστόμισα για πρώτη φορά τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω στ' αλήθεια και τα στόματα που μασουλούσαν έμειναν ακίνητα, τα πιρούνια πάγωσαν ενώ ένα αόρατο χέρι με μια στέκα του μπιλιάρδου χτύπησε τα μάτια του παππού που έπεσαν με ορμή πάνω στα μάτια της μαμάς που ήταν δίπλα του, για να πέσουν αυτά με τη σειρά τους παρακεί στα μάτια του μπαμπά και να γυρίσουν όλα μ' ένα γκελ ταυτόχρονα και να καρφωθούν πάνω μου. Σιωπή.
Πρώτος μίλησε ο πατέρας μετά από μία άπειρη στιγμή. «Θα γίνεις κοκόρι δηλαδή;» Σ' αυτόν όμως η αντίδραση ήταν διαφορετική. Γέλια, φωνές, κακαρίσματα, πάνω, κάτω από το τραπέζι, ένα πανδαιμόνιο από χάχανα που έφεραν δάκρυα, λύτρωση και πεταμένα πούπουλα από δω κι από κει. Γελούσα κι εγώ από αμηχανία, χωρίς να καταλαβαίνω τον τρόπο αντίληψης των μεγάλων γύρω μου αφού με τον πατέρα είχαμε πει το ίδιο ακριβώς πράγμα όμως οι παραλήπτες της μεγάλης είδησης είχαν αντιδράσει σαν δύο διαφορετικά ακροατήρια.
Αργότερα στη ζωή μου ανακάλυψα ότι όλες οι λέξεις έχουν δύο νοήματα. Το ένα για να το λένε οι μεγάλοι στα παιδιά και το άλλο για να γελάνε εκείνοι μεταξύ τους. Μόνο που στη δική μου περίπτωση δεν ήταν καθόλου αστείο και ήταν εντελώς ανάρμοστο να γίνεται μια τέτοια παρωδία πάνω από το τελευταίο δείπνο του αγαπημένου μου δίποδου. Τελικά από κάτι κόκκινα πούπουλα που είδα να αιωρούνται κάπου στο δωμάτιο, διαπίστωσα ότι ήταν ο Ινδιάνος ενώ ο λευκός πιτσιλωτός σκανδαλιάρης με την κοφτερή λαλιά θα συνέχιζε να διατυμπανίζει ανενόχλητος τον ερχομό της αυγής στους ανθρώπους.
Είναι σχεδόν ασυγκράτητο από τη μοίρα, οι πολεμιστές να φεύγουν πρώτοι και λιγότερο γέροι από τους άλλους. Οι άλλοι, που τσιμπολογάνε όλοι μέρα το λαχταριστό, γυαλιστερό σαν κεχριμπάρι καλαμπόκι με μόνο μέλημά τους να αναπαράγουν για τα αυγά μάτια των αφεντάδων τους, είναι αυτοί που μένουν ζωντανοί περισσότερο και κοιμούνται ήσυχα τα βράδια δίπλα στις πουλάδες τους. Πριν φέξει όμως ξυπνούν πάντα τρομαγμένοι αλέκτορες τινάζοντας αριστερά δεξιά τα κρεμασμένα λειριά τους και λαλούν λαλιές κραυγές αγωνίας. Μέχρι ο ήλιος να γνέψει στο αναπάντεχο κάλεσμα και να φανερώσει τα μελλούμενα, εκείνοι φωνάζουν και ξαναφωνάζουν μία δύο τρεις φορές καλώντας τον γεωργό να οργώσει, το μωρό να κλάψει, τον ψαρά να ρίξει τα δίχτυα, τον Πέτρο να αρνηθεί.
Κι έτσι αρνήθηκα την ταύτιση μου με τα καλοθρεμμένα οικόσιτα κοκόρια. Σκέφτομαι μόνο κάθε φορά που ακούω αυτό το απλανές πρωινό ξελαρύγγισμα τους πως από κάποια πρωινή ιδιοτροπία φωνάζουν κι όχι από αγωνία κι ανασφάλεια. Πως χαίρονται γιατί για μια ακόμα μέρα θα είναι εκεί στο κοτέτσι τους περιφραγμένοι, μακριά από την αδίστακτη μανία των πτηνοκτώνων εχθρών με μόνο φόρο αίματος αυγά ομελέτα και που και που αναλόγως τα κέφια, το κεφάλι κάποιου πολεμιστή. ]